απελπίζομαι
Greek
Verb
απελπίζομαι • (apelpízomai) passive (past απελπίστηκα, active απελπίζω)
- I despair
Conjugation
- see this verb's full conjugation at: απελπίζω (apelpízo)
Related terms
- απελπισία f (apelpisía, “despair”)
- απελπισμένος (apelpisménos, “in despair”)