μακάβριος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From French macabre. First attested 1897.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]μακάβριος • (makávrios) m
- macabre, ghoulish, ghastly
- Δεν βλέπω ποτέ ταινίες τρόμου, είναι πολύ μακάβριες για μένα.
- Den vlépo poté tainíes trómou, eínai polý makávries gia ména.
- I never watch horror films, they are too macabre for me.
Declension
[edit]Declension of μακάβριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μακάβριος • | μακάβρια • | μακάβριο • | μακάβριοι • | μακάβριες • | μακάβρια • |
genitive | μακάβριου • | μακάβριας • | μακάβριου • | μακάβριων • | μακάβριων • | μακάβριων • |
accusative | μακάβριο • | μακάβρια • | μακάβριο • | μακάβριους • | μακάβριες • | μακάβρια • |
vocative | μακάβριε • | μακάβρια • | μακάβριο • | μακάβριοι • | μακάβριες • | μακάβρια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μακάβριος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μακάβριος, etc.) |
Synonyms
[edit]- (macabre, ghoulish, creepy): φρικιαστικός (frikiastikós), ανατριχιαστικός (anatrichiastikós)