μπερκέλιο
Greek
[edit]Noun
[edit]μπερκέλιο • (berkélio) n (uncountable)
Declension
[edit] μπερκέλιο
case \ number | singular |
---|---|
nominative | μπερκέλιο • |
genitive | μπερκελίου • |
accusative | μπερκέλιο • |
vocative | μπερκέλιο • |
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- μπερκέλιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el