γυμναστική
Greek
Noun
γυμναστική • (gymnastikí) f (plural γυμναστικές)
Declension
Declension of γυμναστική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γυμναστική • | γυμναστικές • |
genitive | γυμναστικής • | γυμναστικών • |
accusative | γυμναστική • | γυμναστικές • |
vocative | γυμναστική • | γυμναστικές • |
Synonyms
Related terms
- see: γυμνάζω (gymnázo, “to train, to exercise”)