αναλυτής
See also: αναλύτης
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αναλυτής • (analytís) m (plural αναλυτές, feminine αναλύτρια)
- analyst (occupation)
- πολιτικός αναλυτής ― politikós analytís ― political analyst
- αναλυτής συστημάτων ― analytís systimáton ― systems analyst
- analyser, analyzer (instrument)
- αναλυτής αμινοξέων ― analytís aminoxéon ― amino acid analyser
- αναλυτής φάσματος ― analytís fásmatos ― spectrum analyser
Declension
[edit]Declension of αναλυτής
See also: αναλύτη
Adjective
[edit]αναλυτής • (analytís)
Related terms
[edit]- see: αναλύω (analýo, “to analyse, to analyze”)