αναισθητικό
Greek
[edit]Noun
[edit]αναισθητικό • (anaisthitikó) n (plural αναισθητικά)
- (medicine) anaesthetic (UK), anesthetic (US)
Declension
[edit]Declension of αναισθητικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναισθητικό • | αναισθητικά • |
genitive | αναισθητικού • | αναισθητικών • |
accusative | αναισθητικό • | αναισθητικά • |
vocative | αναισθητικό • | αναισθητικά • |
Related terms
[edit]- see: αναίσθητος (anaísthitos, “unconscious”, adjective)
Adjective
[edit]αναισθητικό • (anaisthitikó)
- Accusative masculine singular form of αναισθητικός (anaisthitikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αναισθητικός (anaisthitikós).
Further reading
[edit]- Αναισθησία (ιατρική) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el