ελεύθερος
See also: ἐλεύθερος
Greek
Alternative forms
- λεύτερος (léfteros)
Etymology
From Ancient Greek ἐλεύθερος (eleútheros).
Pronunciation
Adjective
ελεύθερος • (eléftheros) m (feminine ελεύθερη, neuter ελεύθερο)
Declension
Declension of ελεύθερος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελεύθερος • | ελεύθερη • | ελεύθερο • | ελεύθεροι • | ελεύθερες • | ελεύθερα • |
genitive | ελεύθερου • | ελεύθερης • | ελεύθερου • | ελεύθερων • | ελεύθερων • | ελεύθερων • |
accusative | ελεύθερο • | ελεύθερη • | ελεύθερο • | ελεύθερους • | ελεύθερες • | ελεύθερα • |
vocative | ελεύθερε • | ελεύθερη • | ελεύθερο • | ελεύθεροι • | ελεύθερες • | ελεύθερα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελεύθερος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελεύθερος, etc.) |
Related terms
- ελεύθερο n (eléfthero, “authorisation, freestyle”)
- and see: ελευθερία f (elefthería, “freedom”)