αναστάτωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναστάτωμα • (anastátoma) n (plural αναστατώματα)
Declension
[edit]Declension of αναστάτωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναστάτωμα • | αναστατώματα • |
genitive | αναστατώματος • | αναστατωμάτων • |
accusative | αναστάτωμα • | αναστατώματα • |
vocative | αναστάτωμα • | αναστατώματα • |
Synonyms
[edit]- ανακατωσούρα f (anakatosoúra)
- αλαλούμ n (alaloúm) (colloquial)
Related terms
[edit]- see: αναστατώνω (anastatóno, “to disturb, to put in a panic”)