απλήγιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απλήγιαστος • (aplígiastos) m (feminine απλήγιαστη, neuter απλήγιαστο)
Declension[edit]
Declension of απλήγιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλήγιαστος • | απλήγιαστη • | απλήγιαστο • | απλήγιαστοι • | απλήγιαστες • | απλήγιαστα • |
genitive | απλήγιαστου • | απλήγιαστης • | απλήγιαστου • | απλήγιαστων • | απλήγιαστων • | απλήγιαστων • |
accusative | απλήγιαστο • | απλήγιαστη • | απλήγιαστο • | απλήγιαστους • | απλήγιαστες • | απλήγιαστα • |
vocative | απλήγιαστε • | απλήγιαστη • | απλήγιαστο • | απλήγιαστοι • | απλήγιαστες • | απλήγιαστα • |
Related terms[edit]
- see: πληγώνω (pligóno, “I wound”)