λαιμοδέτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]λαιμοδέτης • (laimodétis) m (plural λαιμοδέτες)
Declension
[edit]Declension of λαιμοδέτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαιμοδέτης • | λαιμοδέτες • |
genitive | λαιμοδέτη • | λαιμοδετών • |
accusative | λαιμοδέτη • | λαιμοδέτες • |
vocative | λαιμοδέτη • | λαιμοδέτες • |