Jump to content

άγονος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άγονος (ágonosm (feminine άγονη, neuter άγονο)

  1. infertile, barren, sterile

Declension

[edit]
Declension of άγονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγονος (ágonos) άγονη (ágoni) άγονο (ágono) άγονοι (ágonoi) άγονες (ágones) άγονα (ágona)
genitive άγονου (ágonou) άγονης (ágonis) άγονου (ágonou) άγονων (ágonon) άγονων (ágonon) άγονων (ágonon)
accusative άγονο (ágono) άγονη (ágoni) άγονο (ágono) άγονους (ágonous) άγονες (ágones) άγονα (ágona)
vocative άγονε (ágone) άγονη (ágoni) άγονο (ágono) άγονοι (ágonoi) άγονες (ágones) άγονα (ágona)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγονος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγονος, etc.)

[edit]