αβάπτιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αβάφτιστος (aváftistos)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αβάπτιστος • (aváptistos) m (feminine αβάπτιστη, neuter αβάπτιστο)
- (Christianity) unbaptised (UK), unbaptized (US)
- Γιατί δεν έγραψες το όνομά σου, αβάπτιστος είσαι;
- Giatí den égrapses to ónomá sou, aváptistos eísai?
- Why did't you write your name? Are you not baptized?
- (by extension) unbeliever, infidel
Declension
[edit]Declension of αβάπτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβάπτιστος • | αβάπτιστη • | αβάπτιστο • | αβάπτιστοι • | αβάπτιστες • | αβάπτιστα • |
genitive | αβάπτιστου • | αβάπτιστης • | αβάπτιστου • | αβάπτιστων • | αβάπτιστων • | αβάπτιστων • |
accusative | αβάπτιστο • | αβάπτιστη • | αβάπτιστο • | αβάπτιστους • | αβάπτιστες • | αβάπτιστα • |
vocative | αβάπτιστε • | αβάπτιστη • | αβάπτιστο • | αβάπτιστοι • | αβάπτιστες • | αβάπτιστα • |