αγκινάρα της Ιερουσαλήμ
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of English Jerusalem artichoke.
Noun
[edit]αγκινάρα της Ιερουσαλήμ • (agkinára tis Ierousalím) f (plural αγκινάρες της Ιερουσαλήμ)
Synonyms
[edit]- ηλίανθος ο κονδυλώδης m (ilíanthos o kondylódis)
- κανκιόφολα f (kankiófola) (Corfu)
- κολοκασούδι n (kolokasoúdi) (Cyprus)
- γέρελμασι n (gérelmasi) (Cyprus)
- πορτοκολόκασο n (portokolókaso) (Cyprus)
Further reading
[edit]- αγκινάρα της Ιερουσαλήμ on the Greek Wikipedia.Wikipedia el