αγκυροβόληση
Greek
Noun
αγκυροβόληση • (agkyrovólisi) n (plural αγκυροβολήσεις)
Declension
Declension of αγκυροβόληση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αγκυροβόληση • | αγκυροβολήσεις • | |
genitive | αγκυροβόλησης • | αγκυροβολήσεων • | |
accusative | αγκυροβόληση • | αγκυροβολήσεις • | |
vocative | αγκυροβόληση • | αγκυροβολήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αγκυροβολήσεως • |
Synonyms
- αγκυροβόλημα f (agkyrovólima)
- αγκυροβία f (agkyrovía)