αγνωστικιστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αγνωστικός (agnostikós, “agnostic”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”), calque of English agnostic. First attested 1888.
Noun
[edit]αγνωστικιστής • (agnostikistís) m (plural αγνωστικιστές, feminine αγνωστικίστρια)
Declension
[edit]Declension of αγνωστικιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγνωστικιστής • | αγνωστικιστές • |
genitive | αγνωστικιστή • | αγνωστικιστών • |
accusative | αγνωστικιστή • | αγνωστικιστές • |
vocative | αγνωστικιστή • | αγνωστικιστές • |