αιμοφιλική
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αιμοφιλική • (aimofilikí) f (plural αιμοφιλικές, masculine αιμοφιλικός)
- (medicine) haemophiliac (UK), hemophiliac (US)
Declension
[edit]Declension of αιμοφιλική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιμοφιλική • | αιμοφιλικές • |
genitive | αιμοφιλικής • | αιμοφιλικών • |
accusative | αιμοφιλική • | αιμοφιλικές • |
vocative | αιμοφιλική • | αιμοφιλικές • |
Related terms
[edit]- see: αιμοφιλία f (aimofilía, “haemophilia”)
Adjective
[edit]αιμοφιλική • (aimofilikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αιμοφιλικός (aimofilikós).
Further reading
[edit]- αιμοφιλική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el