ακάρπιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ακάρπιστος • (akárpistos) m (feminine ακάρπιστη, neuter ακάρπιστο)
Declension[edit]
Declension of ακάρπιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακάρπιστος • | ακάρπιστη • | ακάρπιστο • | ακάρπιστοι • | ακάρπιστες • | ακάρπιστα • |
genitive | ακάρπιστου • | ακάρπιστης • | ακάρπιστου • | ακάρπιστων • | ακάρπιστων • | ακάρπιστων • |
accusative | ακάρπιστο • | ακάρπιστη • | ακάρπιστο • | ακάρπιστους • | ακάρπιστες • | ακάρπιστα • |
vocative | ακάρπιστε • | ακάρπιστη • | ακάρπιστο • | ακάρπιστοι • | ακάρπιστες • | ακάρπιστα • |
Related terms[edit]
- see: ακαρπία f (akarpía, “fruitlessness, barrenness”)