ακαρπία
Greek
[edit]Noun
[edit]ακαρπία • (akarpía) f (uncountable)
Declension
[edit] ακαρπία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ακαρπία • |
genitive | ακαρπίας • |
accusative | ακαρπία • |
vocative | ακαρπία • |
Related terms
[edit]- άκαρπος (ákarpos, “fruitless, barren”)
- ακάρπιστος (akárpistos, “still to bear fruit; fruitless”)
- ακαρποφόρητος (akarpofóritos, “fruitless”)
- καρπός m (karpós, “fruit, grain”)