ακεραιότητα
Greek
Noun
ακεραιότητα • (akeraiótita) f (uncountable)
- integrity (state of being undivided)
- εδαφική ακεραιότητα ― edafikí akeraiótita ― territorial integrity
- (figuratively) probity, honesty, uprightness
Declension
ακεραιότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ακεραιότητα • |
genitive | ακεραιότητας • |
accusative | ακεραιότητα • |
vocative | ακεραιότητα • |
Related terms
- ακέραιος (akéraios, “undivided”, adj)