αλαζονικός
Greek
Adjective
αλαζονικός • (alazonikós) m (feminine αλαζονική, neuter αλαζονικό)
Declension
Declension of αλαζονικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαζονικός • | αλαζονική • | αλαζονικό • | αλαζονικοί • | αλαζονικές • | αλαζονικά • |
genitive | αλαζονικού • | αλαζονικής • | αλαζονικού • | αλαζονικών • | αλαζονικών • | αλαζονικών • |
accusative | αλαζονικό • | αλαζονική • | αλαζονικό • | αλαζονικούς • | αλαζονικές • | αλαζονικά • |
vocative | αλαζονικέ • | αλαζονική • | αλαζονικό • | αλαζονικοί • | αλαζονικές • | αλαζονικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλαζονικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλαζονικός, etc.) |
Related terms
- αλαζονικά (alazoniká, “arrogantly”)