αμφοτεροβαρής
Greek
Adjective
αμφοτεροβαρής • (amfoterovarís) m (feminine αμφοτεροβαρής, neuter αμφοτεροβαρές)
Declension
Declension of αμφοτεροβαρής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμφοτεροβαρής • | αμφοτεροβαρής • | αμφοτεροβαρές • | αμφοτεροβαρείς • | αμφοτεροβαρείς • | αμφοτεροβαρή • |
genitive | αμφοτεροβαρούς • | αμφοτεροβαρούς • | αμφοτεροβαρούς • | αμφοτεροβαρών • | αμφοτεροβαρών • | αμφοτεροβαρών • |
accusative | αμφοτεροβαρή • | αμφοτεροβαρή • | αμφοτεροβαρές • | αμφοτεροβαρείς • | αμφοτεροβαρείς • | αμφοτεροβαρή • |
vocative | αμφοτεροβαρή • / αμφοτεροβαρής • | αμφοτεροβαρής • | αμφοτεροβαρές • | αμφοτεροβαρείς • | αμφοτεροβαρείς • | αμφοτεροβαρή • |