αμύθητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αμύθητος • (amýthitos) m (feminine αμύθητη, neuter αμύθητο)
Declension[edit]
Declension of αμύθητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμύθητος • | αμύθητη • | αμύθητο • | αμύθητοι • | αμύθητες • | αμύθητα • |
genitive | αμύθητου • | αμύθητης • | αμύθητου • | αμύθητων • | αμύθητων • | αμύθητων • |
accusative | αμύθητο • | αμύθητη • | αμύθητο • | αμύθητους • | αμύθητες • | αμύθητα • |
vocative | αμύθητε • | αμύθητη • | αμύθητο • | αμύθητοι • | αμύθητες • | αμύθητα • |