αναγγελία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναγγελία • (anangelía) f (plural αναγγελίες)
Declension
[edit]Declension of αναγγελία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγγελία • | αναγγελίες • |
genitive | αναγγελίας • | αναγγελιών • |
accusative | αναγγελία • | αναγγελίες • |
vocative | αναγγελία • | αναγγελίες • |
Related terms
[edit]- see: άγγελος m (ángelos, “angel”)
See also
[edit]- compare with: αναγάλλια f (anagállia, “joy”)