ανακίνηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανακίνηση • (anakínisi) f (plural ανακίνησεις)
Declension
[edit]Declension of ανακίνηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανακίνηση • | ανακινήσεις • | |
genitive | ανακίνησης • | ανακινήσεων • | |
accusative | ανακίνηση • | ανακινήσεις • | |
vocative | ανακίνηση • | ανακινήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανακινήσεως • |
Related terms
[edit]- ανακινώ (anakinó, “to stir”)