- IPA(key): /a.naˈlo.no.me/
- Hyphenation: α‧να‧λώ‧νο‧μαι
αναλώνομαι • (analónomai) passive (past αναλώθηκα, ppp αναλωμένος, active αναλώνω)
- passive of αναλώνω (analóno)
- Synonyms: καταναλώνομαι (katanalónomai), αναλίσκομαι (analískomai)
- for this verb's full conjugation see the active form