αναρρωτήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναρρωτήριο • (anarrotírio) n (plural αναρρωτήρια)
Declension
[edit]Declension of αναρρωτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναρρωτήριο • | αναρρωτήρια • |
genitive | αναρρωτηρίου •, αναρρωτήριου • | αναρρωτηρίων • |
accusative | αναρρωτήριο • | αναρρωτήρια • |
vocative | αναρρωτήριο • | αναρρωτήρια • |
Related terms
[edit]- see: αναρρώνω (anarróno, “to recover”)