ανιμαλισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανιμαλισμός • (animalismós) m (uncountable)
Declension
[edit]Declension of ανιμαλισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανιμαλισμός • | ανιμαλισμοί • |
genitive | ανιμαλισμού • | ανιμαλισμών • |
accusative | ανιμαλισμό • | ανιμαλισμούς • |
vocative | ανιμαλισμέ • | ανιμαλισμοί • |
Further reading
[edit]- Ζωολατρία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el