αντιλάλημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιλάλημα • (antilálima) n (plural αντιλαλήματα)
Declension
[edit]Declension of αντιλάλημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιλάλημα • | αντιλαλήματα • |
genitive | αντιλαλήματος • | αντιλαλημάτων • |
accusative | αντιλάλημα • | αντιλαλήματα • |
vocative | αντιλάλημα • | αντιλαλήματα • |