αξιοκαταφρόνητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιοκαταφρόνητος (axiokatafrónitosm (feminine αξιοκαταφρόνητη, neuter αξιοκαταφρόνητο)

  1. contemptible, disgraceful
    Synonym: αξιοπεριφρόνητος (axioperifrónitos)

Declension

[edit]
[edit]