αξιοπεριφρόνητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αξιοπεριφρόνητος • (axioperifrónitos) m (feminine αξιοπεριφρόνητη, neuter αξιοπεριφρόνητο)
- contemptible, disgraceful
- Synonym: αξιοκαταφρόνητος (axiokatafrónitos)
Declension
[edit]Declension of αξιοπεριφρόνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοπεριφρόνητος • | αξιοπεριφρόνητη • | αξιοπεριφρόνητο • | αξιοπεριφρόνητοι • | αξιοπεριφρόνητες • | αξιοπεριφρόνητα • |
genitive | αξιοπεριφρόνητου • | αξιοπεριφρόνητης • | αξιοπεριφρόνητου • | αξιοπεριφρόνητων • | αξιοπεριφρόνητων • | αξιοπεριφρόνητων • |
accusative | αξιοπεριφρόνητο • | αξιοπεριφρόνητη • | αξιοπεριφρόνητο • | αξιοπεριφρόνητους • | αξιοπεριφρόνητες • | αξιοπεριφρόνητα • |
vocative | αξιοπεριφρόνητε • | αξιοπεριφρόνητη • | αξιοπεριφρόνητο • | αξιοπεριφρόνητοι • | αξιοπεριφρόνητες • | αξιοπεριφρόνητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοπεριφρόνητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοπεριφρόνητος, etc.) |