απαρχαιωμένη
Greek
Alternative forms
- απηρχαιωμένη (apirchaioméni) (antique)
Pronunciation
- IPA(key): /aparçeoˈmeni/
- Hyphenation: α‧παρ‧χαι‧ω‧μέ‧νη
- Homophone: απαρχαιωμένοι (aparchaioménoi)
Participle
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of απαρχαιωμένος (aparchaioménos).