απολυταρχισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απολυταρχισμός • (apolytarchismós) m (plural απολυταρχισμοί)
- (government) autocracy, absolutism, despotism
- Synonym: απολυταρχία (apolytarchía)
Declension
[edit]Declension of απολυταρχισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απολυταρχισμός • | απολυταρχισμοί • |
genitive | απολυταρχισμού • | απολυταρχισμών • |
accusative | απολυταρχισμό • | απολυταρχισμούς • |
vocative | απολυταρχισμέ • | απολυταρχισμοί • |
Related terms
[edit]- see: απόλυτος (apólytos, “absolute”, adjective)
Further reading
[edit]- Απολυταρχία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απολυταρχισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language