απορημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect passive participle of απορώ (aporó), a verb with no passive forms.
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απορημένος • (aporiménos) m (feminine απορημένη, neuter απορημένο)
- bewildered, confused
- near-synonym: παραξενεμένος (paraxeneménos)
Declension
[edit]Declension of απορημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απορημένος • | απορημένη • | απορημένο • | απορημένοι • | απορημένες • | απορημένα • |
genitive | απορημένου • | απορημένης • | απορημένου • | απορημένων • | απορημένων • | απορημένων • |
accusative | απορημένο • | απορημένη • | απορημένο • | απορημένους • | απορημένες • | απορημένα • |
vocative | απορημένε • | απορημένη • | απορημένο • | απορημένοι • | απορημένες • | απορημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απορημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απορημένος, etc.) |
Derived terms
[edit]- απορημένα (aporiména, adverb)
Related terms
[edit]- see: απορία f (aporía, “bewilderment, confusion, question”)
Further reading
[edit]- απορημένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language