αρραβωνιαστικιά
Greek
Noun
αρραβωνιαστικιά • (arravoniastikiá) f (plural αρραβωνιαστικιές, masculine αρραβωνιαστικός)
Declension
Declension of αρραβωνιαστικιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρραβωνιαστικιά • | αρραβωνιαστικιές • |
genitive | αρραβωνιαστικιάς • | αρραβωνιαστικιών • |
accusative | αρραβωνιαστικιά • | αρραβωνιαστικιές • |
vocative | αρραβωνιαστικιά • | αρραβωνιαστικιές • |