αχάριστος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀχάριστος (akháristos), from ἀ- (a-, “a-, un-”) + χαρίζομαι (kharízomai, “to grant as a favour”).
Pronunciation
Adjective
αχάριστος • (acháristos) m (feminine αχάριστη, neuter αχάριστο)
- ungrateful, unthankful, thankless, (as a noun) ingrate
- 1947, Vassilis Tsitsanis (lyrics and music), “Αχάριστη [Ingrate]”, performed by Vassilis Tsitsanis:
- Αχάριστη, δεν πόνεσες για μένα,
κι αυτό το βρίσκω να `ναι άδικο.- Acháristi, den póneses gia ména,
ki aftó to vrísko na `nai ádiko. - Ingrate, you never felt sorry for me,
And I find that to be unfair.
- Acháristi, den póneses gia ména,
- Της αγόρασα ένα αμάξι και ούτε ένα ευχαριστώ δε μου `πε. Είναι εντελώς αχάριστη. ― Tis agórasa éna amáxi kai oúte éna efcharistó de mou `pe. Eínai entelós acháristi. ― I bought her a car and she didn't even thank me. She's a complete ingrate.
Declension
Declension of αχάριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αχάριστος • | αχάριστη • | αχάριστο • | αχάριστοι • | αχάριστες • | αχάριστα • |
genitive | αχάριστου • | αχάριστης • | αχάριστου • | αχάριστων • | αχάριστων • | αχάριστων • |
accusative | αχάριστο • | αχάριστη • | αχάριστο • | αχάριστους • | αχάριστες • | αχάριστα • |
vocative | αχάριστε • | αχάριστη • | αχάριστο • | αχάριστοι • | αχάριστες • | αχάριστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αχάριστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αχάριστος, etc.) |
Synonyms
- αγνώμων (agnómon, “ungrateful”)
Antonyms
- ευγνώμων (evgnómon, “grateful”)