βραστός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Adjectival formation related to βράζω (vrázo, “to boil”); see there for more.
Adjective
[edit]βραστός • (vrastós) m (feminine βραστή, neuter βραστό)
Declension
[edit]Declension of βραστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βραστός • | βραστή • | βραστό • | βραστοί • | βραστές • | βραστά • |
genitive | βραστού • | βραστής • | βραστού • | βραστών • | βραστών • | βραστών • |
accusative | βραστό • | βραστή • | βραστό • | βραστούς • | βραστές • | βραστά • |
vocative | βραστέ • | βραστή • | βραστό • | βραστοί • | βραστές • | βραστά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βραστός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βραστός, etc.) |