δημώδης
Greek
Adjective
δημώδης • (dimódis) m (feminine δημώδης, neuter δημώδες)
- demotic, vernacular
- στη δημώδη γλώσσα ― sti dimódi glóssa ― in the demotic language
- folk
- τα δημώδη άσματα ― ta dimódi ásmata ― folk songs
Declension
Declension of δημώδης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δημώδης • | δημώδης • | δημώδες • | δημώδεις • | δημώδεις • | δημώδη • |
genitive | δημώδους • / δημώδη • | δημώδους • | δημώδους • | δημωδών • | δημωδών • | δημωδών • |
accusative | δημώδη • | δημώδη • | δημώδες • | δημώδεις • | δημώδεις • | δημώδη • |
vocative | δημώδη • / δημώδης • | δημώδης • | δημώδες • | δημώδεις • | δημώδεις • | δημώδη • |