διπλοσάγονο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From διπλός (diplós) + σαγόνι (sagóni) with διπλ(ός) (dipl(ós)) + -ο- (-o-) + σαγόν(ι) (sagón(i)) + -ο (-o).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]διπλοσάγονο • (diploságono) n (plural διπλοσάγονα)
Declension
[edit]Declension of διπλοσάγονο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διπλοσάγονο • | διπλοσάγονα • |
genitive | διπλοσάγονου • | διπλοσάγονων • |
accusative | διπλοσάγονο • | διπλοσάγονα • |
vocative | διπλοσάγονο • | διπλοσάγονα • |
Further reading
[edit]- διπλοσάγονο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language