διστακτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek διστακτικός (distaktikós), from διστάζω (distázō).
Adjective
[edit]διστακτικός • (distaktikós) m (feminine διστακτική, neuter διστακτικό)
Declension
[edit]Declension of διστακτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διστακτικός • | διστακτική • | διστακτικό • | διστακτικοί • | διστακτικές • | διστακτικά • |
genitive | διστακτικού • | διστακτικής • | διστακτικού • | διστακτικών • | διστακτικών • | διστακτικών • |
accusative | διστακτικό • | διστακτική • | διστακτικό • | διστακτικούς • | διστακτικές • | διστακτικά • |
vocative | διστακτικέ • | διστακτική • | διστακτικό • | διστακτικοί • | διστακτικές • | διστακτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διστακτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διστακτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Derived terms
[edit]- διστακτικότητα f (distaktikótita, “hesitation, diffidence”)
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- διστακτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language