διττανθρακικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
διττανθρακικός • (dittanthrakikós) m (feminine διττανθρακική, neuter διττανθρακικό)
- (chemistry) bicarbonate, hydrogen carbonate
- διττανθρακικό νάτριο ― dittanthrakikó nátrio ― sodium bicarbonate
Declension[edit]
Declension of διττανθρακικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διττανθρακικός • | διττανθρακική • | διττανθρακικό • | διττανθρακικοί • | διττανθρακικές • | διττανθρακικά • |
genitive | διττανθρακικού • | διττανθρακικής • | διττανθρακικού • | διττανθρακικών • | διττανθρακικών • | διττανθρακικών • |
accusative | διττανθρακικό • | διττανθρακική • | διττανθρακικό • | διττανθρακικούς • | διττανθρακικές • | διττανθρακικά • |
vocative | διττανθρακικέ • | διττανθρακική • | διττανθρακικό • | διττανθρακικοί • | διττανθρακικές • | διττανθρακικά • |
Derived terms[edit]
- διττανθρακικό νάτριο n (dittanthrakikó nátrio, “sodium bicarbonate, sodium hydrogen carbonate”)