δύσοσμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek δύσοσμος (dúsosmos).[1] By surface analysis, δύσ- (dýs-) + οσμή (osmí) + -ος (-os).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δύσοσμος • (dýsosmos) m (feminine δύσοσμη, neuter δύσοσμο)
- smelly, fetid, foul-smelling, malodorous, whiffy (having an unpleasant odour)
Declension
[edit]Declension of δύσοσμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δύσοσμος • | δύσοσμη • | δύσοσμο • | δύσοσμοι • | δύσοσμες • | δύσοσμα • |
genitive | δύσοσμου • | δύσοσμης • | δύσοσμου • | δύσοσμων • | δύσοσμων • | δύσοσμων • |
accusative | δύσοσμο • | δύσοσμη • | δύσοσμο • | δύσοσμους • | δύσοσμες • | δύσοσμα • |
vocative | δύσοσμε • | δύσοσμη • | δύσοσμο • | δύσοσμοι • | δύσοσμες • | δύσοσμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δύσοσμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δύσοσμος, etc.) |
Derived terms
[edit]- δύσοσμα (dýsosma, adverb)
Related terms
[edit]- δυσοσμία f (dysosmía)
References
[edit]- ^ δύσοσμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language