εγκατάσταση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Morphologically from εγ- (“within”) + κατα- (“against-”) + στάση (“position”).
Noun
[edit]εγκατάσταση • (egkatástasi) f (plural εγκαταστάσεις)
- installation, establishment (act of installing)
- residence (permission to reside)
- installation (large equipment)
- installation, settlement, establishment (set of buildings)
- (art) installation
Declension
[edit]Declension of εγκατάσταση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | εγκατάσταση • | εγκαταστάσεις • | |
genitive | εγκατάστασης • | εγκαταστάσεων • | |
accusative | εγκατάσταση • | εγκαταστάσεις • | |
vocative | εγκατάσταση • | εγκαταστάσεις • | |
Older or formal genitive singular: εγκαταστάσεως • |
Related terms
[edit]- απεγκατάσταση f (apegkatástasi, “deinstallation, uninstallation”)
- εγκαθιστώ (egkathistó)
- επανεγκατάσταση f (epanegkatástasi, “reinstallation”)
- κατάσταση f (katástasi, “condition, situation”)