εθιμικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from έθιμο (éthimo) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εθιμικός • (ethimikós) m (feminine εθιμική, neuter εθιμικό)
- customary (in accordance with, or established by, custom or common usage)
- εθιμικό δίκαιο ― ethimikó díkaio ― customary law
Declension
[edit]Declension of εθιμικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εθιμικός • | εθιμική • | εθιμικό • | εθιμικοί • | εθιμικές • | εθιμικά • |
genitive | εθιμικού • | εθιμικής • | εθιμικού • | εθιμικών • | εθιμικών • | εθιμικών • |
accusative | εθιμικό • | εθιμική • | εθιμικό • | εθιμικούς • | εθιμικές • | εθιμικά • |
vocative | εθιμικέ • | εθιμική • | εθιμικό • | εθιμικοί • | εθιμικές • | εθιμικά • |
References
[edit]- εθιμικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language