εθνικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]εθνικός (ethnikós, “national”) + -ότητα (-ótita, “-ity”), calque of French nationalité. First attested 1833.
Noun
[edit]εθνικότητα • (ethnikótita) f (plural εθνικότητες)
Declension
[edit]Declension of εθνικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εθνικότητα • | εθνικότητες • |
genitive | εθνικότητας • | εθνικοτήτων • |
accusative | εθνικότητα • | εθνικότητες • |
vocative | εθνικότητα • | εθνικότητες • |
Related terms
[edit]- see: έθνος n (éthnos, “nation”)