ειλικρινής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From the Ancient Greek εἰλικρινής (eilikrinḗs).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ειλικρινής • (eilikrinís) m (feminine ειλικρινής, neuter ειλικρινές)
Declension
[edit]Declension of ειλικρινής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειλικρινής • | ειλικρινής • | ειλικρινές • | ειλικρινείς • | ειλικρινείς • | ειλικρινή • |
genitive | ειλικρινούς • / ειλικρινή • | ειλικρινούς • | ειλικρινούς • | ειλικρινών • | ειλικρινών • | ειλικρινών • |
accusative | ειλικρινή • | ειλικρινή • | ειλικρινές • | ειλικρινείς • | ειλικρινείς • | ειλικρινή • |
vocative | ειλικρινή • / ειλικρινής • | ειλικρινής • | ειλικρινές • | ειλικρινείς • | ειλικρινείς • | ειλικρινή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειλικρινής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειλικρινής, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Derived terms
[edit]- ειλικρίνεια f (eilikríneia)