επίμονος
Greek
Adjective
επίμονος • (epímonos) m (feminine επίμονη, neuter επίμονο)
Declension
Declension of επίμονος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επίμονος • | επίμονη • | επίμονο • | επίμονοι • | επίμονες • | επίμονα • |
genitive | επίμονου • | επίμονης • | επίμονου • | επίμονων • | επίμονων • | επίμονων • |
accusative | επίμονο • | επίμονη • | επίμονο • | επίμονους • | επίμονες • | επίμονα • |
vocative | επίμονε • | επίμονη • | επίμονο • | επίμονοι • | επίμονες • | επίμονα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίμονος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίμονος, etc.) |