επανόρθωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐπανόρθω(σῐς) (epanórthō(sis)) + modern ending -ση. Morphologically, from επ- (“re-”) + ανόρθωση + [Term?] (“lifting up”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επανόρθωση • (epanórthosi) f (plural επανορθώσεις)
Declension
[edit]Declension of επανόρθωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | επανόρθωση • | επανορθώσεις • | |
genitive | επανόρθωσης • | επανορθώσεων • | |
accusative | επανόρθωση • | επανορθώσεις • | |
vocative | επανόρθωση • | επανορθώσεις • | |
Older or formal genitive singular: επανορθώσεως • |
Related terms
[edit]- ανεπανόρθωτος (anepanórthotos, “irreparable”)
- ανόρθωση f (anórthosi, “lifting up”)
- and see: επανορθώνω (epanorthóno, “to repair”)