ανόρθωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανόρθωση • (anórthosi) f (plural ανορθώσεις)
Declension
[edit]Declension of ανόρθωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανόρθωση • | ανορθώσεις • | |
genitive | ανόρθωσης • | ανορθώσεων • | |
accusative | ανόρθωση • | ανορθώσεις • | |
vocative | ανόρθωση • | ανορθώσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανορθώσεως • |
Related terms
[edit]- see: ανορθώνω f (anorthóno, “to restore, to recover”)
Further reading
[edit]- ανόρθωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el