επικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐπικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From the Ancient Greek ἐπικός (epikós). By surface analysis, έπος (épos) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]επικός • (epikós) m
Declension
[edit]Declension of επικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επικός • | επική • | επικό • | επικοί • | επικές • | επικά • |
genitive | επικού • | επικής • | επικού • | επικών • | επικών • | επικών • |
accusative | επικό • | επική • | επικό • | επικούς • | επικές • | επικά • |
vocative | επικέ • | επική • | επικό • | επικοί • | επικές • | επικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επικός, etc.) |