καγκελάριος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]καγκελάριος • (kagkelários) m (plural καγκελάριοι)
Declension
[edit]Declension of καγκελάριος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | καγκελάριος • | καγκελάριοι • | |
genitive | καγκελάριου •, καγκελαρίου • | καγκελάριων •, καγκελαρίων • | |
accusative | καγκελάριο • | καγκελάριους •, καγκελαρίους • | |
vocative | καγκελάριε • | καγκελάριοι • | |
Second forms are formal. |
See also
[edit]- καγκελάριος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el